- φθαρτός
- -ή, -ό / φθαρτός, -ή, -όν, ΝΑαυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφείνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο φθαρτός(ανατ.-φυσιολ.) η λειτουργική στιβάδα τού ενδομητρίου, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό την επίδραση τών ωοθηκικών ορμονών στην εκκριτική φάση τού καταμηνίου κύκλου και αποβάλλεται κατά την περίοδοαρχ.1. φτωχός ή άξιος καταφρόνησης2. θνητός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. -τος* τών ρηματ. επιθ.].
Dictionary of Greek. 2013.